παραπόρτι

παραπόρτι
το / παραπόρτιον, ΝΜ
μικρή πλάγια θύρα
νεοελλ.
1. μικρή θύρα κοντά σε μεγάλη εξώθυρα
2. μικρή κρυφή θύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + πόρτα + επίθημα -ιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραπόρτι — το ιού, 1. μικρή πόρτα πλάι, κοντά ή πάνω στη μεγάλη εξώπορτα. 2. κρυφή είσοδος, πόρτα της υπηρεσίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Andros (Griechenland) — Gemeinde Andros Δήμος Άνδρου …   Deutsch Wikipedia

  • Sikinos — Gemeinde Sikinos Δήμος Σικίνου (Σίκινος) …   Deutsch Wikipedia

  • Síkinos — Gemeinde Sikinos Κοινότητα Σικίνου (Σίκινος) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • θυρίδα — Μικρή πόρτα (θύρα)· μικρό άνοιγμα σε διαχώρισμα γραφείου, ταμείου κλπ. για τη διενέργεια των συναλλαγών· χώρισμα χρηματοκιβωτίου για τη φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων. (Ζωολ.) Θ. ή κόγχη ονομάζεται η μία από τις δύο πλάκες του όστρακου, που… …   Dictionary of Greek

  • ορσοθύρα — η (Α ὀρσοθύρα και ὀρσοθύρη) νεοελλ. η μη κύρια, η μη κεντρική θύρα τού σπιτιού, η πόρτα τής υπηρεσίας, το παραπόρτι αρχ. θύρα που βρισκόταν ψηλά και στην οποία έφτανε κανείς με σκάλες και ιδίως η πόρτα που βρισκόταν στο πίσω μέρος τού δεξιού… …   Dictionary of Greek

  • παραπύλιον — τὸ, ΜΑ μικρή πύλη κοντά σε μεγάλη, παραπόρτι μσν. μικρή πύλη στην πλάγια πλευρά τού σπιτιού, από την οποία έμπαζαν και έβγαζαν τα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πύλη (πρβλ. ξυλο πύλιον)] …   Dictionary of Greek

  • Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… …   Dictionary of Greek

  • παρά — Α. Ως πρόθεση συντάσσεται πάντοτε με αιτιατική και σημαίνει: 1. αφαίρεση, πλην: Είναι η ώρα πέντε παρά τρία λεπτά. 2. εκτός από: Δε θα δεχτώ τίποτε παρά μόνο ένα γλυκό, για να μη σας προσβάλω.   Β. Ως σύνδεσμος σημαίνει ή χρησιμοποιείται: 1. αντί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”